Fragmento del cuento "Don Dimitri" - Απόσπασμα του μυθιστορήματος "Ο κύρ'Δημήτρης"


             El post de hoy está dedicado a mis estimados lectores de habla griega en reconocimiento a su cálido recibimiento a la edición en lengua griega de mi libro "Gorriones de la Plaza".

Fragmento del cuento "Don Dimitri"

    Η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη στους αξιότιμους ελληνόφωνους αναγνώστες μου σε αναγνώριση της θερμής υποδοχής τους στην ελληνική έκδοση του βιβλίου μου "Σπουργίτια της Πλατείας".

Απόσπασμα του μυθιστορήματος "Ο κυρ΄Δημήτρης"

-Θα καθίσεις όπως πρέπει και θα φας το πρωινό σου α ρ γ ά. Σήμερα δεν έχει βόλτες!

Έτσι ξεκίνησε το Σάββατο μου, με την ρητή διαταγή της Σεραφίνας, που πήγαινε και ερχότανε στην κουζίνα και με κοιτούσε με λοξό μάτι.

Λοιπόν, βολεύτηκα στην καρέκλα και άρχισα να πίνω το τσάι μου με γάλα και να δαγκώνω στην άκρη την φέτα του ψωμιού με μαρμελάδα δαμάσκηνο, κουνώντας τα πόδια κάτω απ’ το τραπέζι.

Ενώ η Σεραφίνα σουλατσάριζε στην κουζίνα, άρχισα να της μιλάω για τον κύρ’Δημήτρη. Πως ξεκίνησαν όλα, πως τώρα ήμασταν φίλοι και πως είχα μεγάλη περιέργεια να μάθω την ιστορία του…

Εδώ με διέκοψε η Σεραφίνα λέγοντας: -Ο κύριος Δημήτρης είναι ένα άτομο πολύ αγαπητό στο χωριό, όπως και ο φίλος του ο Τουφίκ. Περάσανε άσχημες και δύσκολες στιγμές στην ζωή τους… Μακάρι να τον βοηθήσεις να περάσει λίγες στιγμές όμορφες.

Δεν είχε τελειώσει καλά-καλά το σχόλιο και εγώ ήδη έβγαινα από την κουζίνα.

Όταν έφτασα στο μέρος που καθόταν ο κύριος Δημήτρης, φώτισε το πρόσωπό του και με υποδέχθηκε με ένα χαμόγελο λέγοντας μου:

-Τι καλά που ήρθες κοριτσάκι! Φοβήθηκα ότι θα πας να παίξεις με την φιλεναδίτσα σου και δεν θα ερχόσουν να με δεις.

-Όχι! Και εγώ επίσης ήθελα να έρθω να μιλήσω μαζί σας και επίσης σας έφερα αυτό εδώ - του είπα. Άπλωσα το χέρι μου κρατώντας ένα μπουκέτο από φύλλα πλατάνου, που είχα μαζέψει από την πλατεία την προηγούμενη μέρα.

-Μην μου πεις ότι αυτό το μπουκέτο είναι για μένα;

-Φυσικά- του είπα. Μου φανήκανε τόσο όμορφα με αυτά τα καφέ, πορτοκαλί και κίτρινα  χρώματα και μερικά είναι  ακόμα πράσινα…

Ο παππούς πήρε τα φύλλα, τα κοίταξε, τα χάιδεψε και μετά πέρασε το χέρι του στα  μαλλιά μου, όπως ήταν το συνήθειό του. Χαμογέλασε.

-Ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ πολύ, μικρούλα. Αυτό το δώρο είναι ένα από τα πιο όμορφα και πολύτιμα που μου έχουν κάνει.

Και εγώ ήμουνα σίγουρη, ότι ήταν έτσι.

Κάθισα στο σκαλοπάτι, αλλά αυτήν την φορά υπήρχε ένα μαξιλαράκι επάνω του. Κοίταξα τον κύριο Δημήτρη με έκπληξη και αυτός μου είπε:

-Θα είσαι πιο άνετα έτσι.

-Ναι βέβαια πολύ καλύτερα ευχαριστώ .

Ο καθένας στην θέση του πλέον και δεν περίμενα άλλο για να εξαπολύσω τις ερωτήσεις μου. Αλλά πριν, ήθελα να μάθω κάτι που με είχε ιντριγκάρει από την πρώτη μέρα που είδα τον παππού Δημήτρη.

-Μπορώ να μάθω γιατί εσείς πάντα κρατάτε αυτό το γαλάζιο κολιεδάκι στο χέρι; Είναι ένα  κομποσκοίνι; Γιατί βλέπω ότι σέρνετε τις χάντρες μία-μία;

-Όχι- είπε εκείνος – Αυτό το «κολιεδάκι» ονομάζεται κομπολόι. Το έχουμε οι άντρες στον τόπο που προέρχομαι και είναι κάτι, σαν… σύντροφος. Μερικές φορές, κάθε χάντρα, είναι μια ανάμνηση και μετά μια άλλη, μια άλλη. Γι’ αυτό με βλέπεις να περνάω  τις χάντρες μια-μια. Δεν είναι όμως τίποτε άλλο πέρα από ένας σύντροφος.

-Τι όμορφο που είναι!- είπα- με αυτές τις γαλάζιες γυάλινες χάντρες του. Μοιάζουν με μεγάλες σταγόνες νερού.

Εκείνος γέλασε. -Πως μπορείς, μικρούλα και σε όλα βλέπεις την ομορφιά!!

-Εντάξει, και  τώρα; Θα συνεχίσετε να μου λέτε την ιστορία σας;

-Δεν ξέρω, δεν ξέρω… Δεν νομίζω ότι «η ιστορία μου» όπως την λες να είναι κατάλληλη για ένα μικρό κορίτσι και μάλιστα, τόσο ευαίσθητο όπως εσύ. Είναι πολύ λυπητερή.

-Όχι, κύριε Δημήτρη, παρακαλώ, πείτε μου. Ξέρετε, πολλές φορές διαβάζω λυπητερές ιστορίες και ναι, κλαίω λιγάκι, αλλά μετά μου περνάει. Πείτε μου, παρακαλώ, εγώ  θέλω να μάθω για σας.

Ο παππούς με κοίταξε για λίγο και μετά κατέβασε το κεφάλι και χάιδεψε το κομπολόι του. Μετά από μια στιγμούλα μου είπε:

-Πως θα σου φαινότανε, αν πριν αρχίσουμε την διήγηση ζητούσαμε από την Ελένη να μας κεράσει μερικούς κουραμπιέδες με μπόλικη ζάχαρη για να γλυκάνουμε λιγάκι αυτό που θα ακολουθήσει;

-Τέλεια! Ναι, σίγουρα είναι πεντανόστιμοι!... Αλλά εγώ επιμένω να συνεχίσετε την διήγηση.

-Εντάξει, περίεργη, συνεχίζω να σου εξιστορώ, αλλά δεν θέλω να σε δω λυπημένη, ε;

-Πριν- είπα, αφού σηκώθηκα σαν ελατήριο – θα πάω για τους κουραμπιέδες- και γελώντας, για να τον πείσω ότι θα άντεχα την ιστορία του, είπα- Μην στενοχωριέστε κύριε Δημήτρη. Τρώγοντας κάτι τόσο ωραίο δεν πρόκειται να κλάψω με τίποτα.

Αυτός έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο και συγκατένευσε με το κεφάλι. 

-Άντε μικρούλα, πήγαινε για τους κουραμπιέδες, πήγαινε.

Η κυρία Ελένη μου έδωσε ένα πιάτο με μισοφέγγαρα (έτσι είναι οι κουραμπιέδες) με πολύ ζάχαρη άχνη από πάνω. Γύρισα σχεδόν τρέχοντας  και κάθισα στο σκαλοπάτι.

Στην πραγματικότητα, περισσότερο και από το να φάω, ήθελα να ακούσω. Επιτέλους έφθασε η ώρα για να αρχίσει ο παππούς να μιλάει.

Κι έτσι ξεκίνησε την κουβέντα από εκεί που είχαμε μείνει.


© Isabel Hernández Tibau

Comentarios

Entradas más populares de este blog

PROXIMA ESTACION… ¡NICO PEREZ!

CLUB CONCORDIA

LAS PALOMAS Y DON SORIA